- ὁπλοσκοπία
- ὁπλοσκοπία, ἡ,A inspection of arms : review, Ph.2.130.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
οπλοσκοπία — ὁπλοσκοπία, ἡ (Α) [οπλοσκοπώ] επιθεώρηση τών όπλων … Dictionary of Greek
ὁπλοσκοπίαις — ὁπλοσκοπία inspection of arms fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)